σαμιακός

σαμιακός
σαμιακός, -ή, -ό και σαμιώτικος, -η, -ο
αυτός που αναφέρεται στη Σάμο ή προέρχεται από τη Σάμο: Σαμιακός πόλεμος. – Σαμιώτικο κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σαμιακός — a height. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμιακός — ή, ό / σαμιακός, ή, όν, ΝΑ [Σάμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σάμο ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιώτικος («σαμιακό κρασί») νεοελλ. φρ. «Σαμιακός Κώδιξ» (νομ.) ο αστικός κώδικας που ίσχυε στην Σάμο από το 1899 μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • Σαμιακά — Σαμιακός a height. neut nom/voc/acc pl Σαμιακά̱ , Σαμιακός a height. fem nom/voc/acc dual Σαμιακά̱ , Σαμιακός a height. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακῶν — Σαμιακός a height. fem gen pl Σαμιακός a height. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακόν — Σαμιακός a height. masc acc sg Σαμιακός a height. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακοῖς — Σαμιακός a height. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακοῦ — Σαμιακός a height. masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακούς — Σαμιακός a height. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακῆς — Σαμιακός a height. fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμιακῇ — Σαμιακός a height. fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”